Ολοκληρώθηκαν πριν από λίγες εβδομάδες τα προγράμματα ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού για φέτος. Ήταν ένα γεμάτο καλοκαίρι, με προγράμματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και με μαθητές από όλα τα μέρη του κόσμου. Το τελευταίο πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε στη Χίο και έληξε την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου. Αποφάσισα να μείνω μια δυο μέρες ακόμα πριν γυρίσω στην Αθήνα. Έτσι λοιπόν κατέβηκα μια βόλτα το Σάββατο το πρωί στη Χώρα, πέρασα από το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Κάστρο, την Απλωταριά και σταμάτησα στο βιβλιοπωλείο Πάπυρος, όπου μπορεί κανείς να βρει στον πάνω όροφο βιβλία σχετικά με τη Χίο. Διαβάζοντας τους τίτλους και ξεφυλλίζοντας μερικά απο αυτά γυρνώ και βλέπω μια γνώριμη μορφή : τον φυσικό καλλιεργητή – συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη. Η πρώτη μου γνωριμία μαζί του έγινε πριν από 3 χρόνια περίπου, όταν διάβασα το μυθιστόρημα ” Ήλιος με δόντια”. Απόλαυσα κάθε του σελίδα: Η γλώσσα, το θέμα, η αφήγηση με συνεπήραν και αναζητούσα έπειτα όλα όσα είχε δημοσιεύσει και συνέχισε να δημοσιεύει: Ανάμισης τενεκές, η δεξιά τσέπη του ράσου, λαγού μαλλί, το ζουμί του πετεινού, η άλωση της Κωνσταντίας, του Θεού το μάτι κ.α. Κάθε του βιβλίο διαφορετικό, το διάβαζα σχεδόν μονορούφι, ένιωθα να λέει κάτι μέσα μου. Δεν ήταν μόνο οι ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές, η πλούσια και μεστή γλώσσα του, οι ιδέες ή οι ιστορίες που διηγούνταν: Όλα μαζί δημιουργούν ένα σύνολο τόσο απλό, ωραίο και ταυτόχρονα δύσκολο να το περιγράψεις όπως ένα ποτήρι καθαρό, κρυστάλλινο νερό.
Επικοινώνησα μαζί με τον Γιάννη και έτσι πέρυσι προς το τέλος του καλοκαιριού φιλοξένησε στο μούρκι του (στο κτήμα του) εμάς και τους μαθητές μας. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε όχι μόνο για τα βιβλία του αλλά κυρίως για έναν διαφορετικό τρόπο και στάση ζωής, για τα απλά και ταυτόχρονα σημαντικά ζητήματα. Μιλήσαμε από τη μία μεριά για τη φυσική καλλιέργεια, τη Μέθοδο Φουκουόκα, την μαγεία που σου προσφέρει η επαφή με τη φύση, για τη γενναιοδωρία της γης και τα αγαθά που μας παρέχει πλουσιοπάροχα και από την άλλη για τον καταναλωτισμό , την απομύζηση των φυσικών πόρων, την καταστροφή του περιβάλλοντος και τους ρυθμούς ζωής και εργασίας στα σύγχρονα αστικά κέντρα. Η πρώτη αυτή συνάντηση δεν κράτησε πολύ, όμως οι μαθητές μας και εγώ φύγαμε τότε κρατώντας μέσα μας τις κουβέντες αυτές και τις φυλάξαμε στο μυαλό μας σαν ένα ενθύμιο από ένα όμορφο ταξίδι.
Συναντηθήκαμε μέσα στη χρονιά άλλες φορές τυχαία άλλες φορές σε κάποια συζήτηση ή παρουσίαση των βιβλίων του στην Αθήνα. Και σε αυτές τις συναντήσεις μετέδιδε με πάθος τη φλόγα για την φυσική ζωή και τον επαναπροσανατολισμό του σύγχρονου ανθρώπου. Ταυτόχρονα, τη χρονιά που πέρασε, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων με τους προχωρημένους μαθητές μας, χρησιμοποίησα πολλές φορές αποσπάσματα από τα βιβλία του αλλά και μικρότερα κείμενα ή διηγήματα που δημοσίευε κατά καιρούς στο μπλογκ του. Ένα από τα κείμενα που με άγγιξε είναι το τραγούδι του κότσυφα.
Περάσαμε μόνο λίγες ώρες μαζί στο μούρκι του εκείνο το μεσημέρι της τελευταίας μέρας μου στη Χίο λίγο πριν πάρω το πλοίο της επιστροφής για την πόλη. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο όμορφος επίλογος για την φετινή χρονιά. Το μέρος έσφυζε από ζωή, ένιωθα την ομορφιά και τη δύναμη του φυσικού χώρου να με κατακλύζει και τα λόγια του Γιάννη να είναι ένα μέρος, ένα αξεδιάλυτο κομμάτι αυτής της φυσικής ομορφιάς. Μιλήσαμε για την φυσική καλλιέργεια, την αλκαλική διατροφή, τον σύγχρονο άνθρωπο και την καταστροφική καταναλωτική του μανία, το χρήμα,την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των αξιών. Μοιραστήκαμε τα αγαθά που πλουσιοπάροχα προσφέρει το κτήμα του και γίναμε κοινωνοί της ζωτικής ενέργειας που προσφέρει η γη.
Το γεύμα μας ήταν μία υπέροχη σαλάτα με όλα όσα πρόσφερε το κτήμα και στο μπολ μας είχαμε μία ποικιλία χρωμάτων, γεύσεων και μυρωδιών πρωτόγνωρων για μένα. Η σαλάτα λοιπόν αυτή είχε: ντομάτες, ξυλάγγουρο, αβοκάντο, πιπεριές, καυτερή κόκκινη πιπεριά, κολοκύθι, φύτρες από φακές, άνηθο, κουρκουμά, ρίγανη, λάδι, λεμόνι, ρόκα, σέσκουλο, μαϊντανό, σέλινο, δυόσμο, βασιλικό, ραπανόφυλλο, καροτόφυλλα και ζοχούς.
Αυτή η γεμάτη και πρωτοφανής για μένα εμπειρία ήταν ένα πολύ δυνατό χτύπημα. Δεν μπορείς να είσαι πια ο ίδιος, να συνεχίσεις να κάνεις την ίδια ακριβώς ζωή στην πόλη χωρίς να νιώθεις άσχημα. Δεν μπορεί για ένα πιάτο φαγητό να δημιουργείς τόσα σκουπίδια, να καταναλώνεις τόσους φυσικούς πόρους και παράλληλα να μην ξέρεις τι βάζεις μέσα σου, τι τρέφεις εσένα και τους αγαπημένους σου. Τα λόγια λοιπόν του Γιάννη καθώς και η ίδια η συνέπεια με την οποία ο ίδιος ζει λειτουργούν σαν τους σβώλους, που έτσι όπως βλασταίνουν στο χώμα μετά τη βροχή, έτσι ανθίζουν και μέσα στις καρδιές αυτών που είναι έτοιμοι ή που θα ήθελαν να κάνουν την αλλαγή και την επανάσταση μέσα τους. Είναι το τραγούδι του Κότσυφα, το κάλεσμα για να βιώσεις με όλη σου την ύπαρξη την γιορτή και τη χαρά της ζωής καθώς και την ανάγκη να το μοιραστείς με όλον τον κόσμο.
[custom_gallery id=”11216″]